- α
- (Μαθημ.).To πρώτο αλγεβρικό σύμβολο, που υποδηλώνει γνωστή ποσότητα (ή μέγεθος), κατ’ αντιδιαστολή προς το σύμβολο x, που υποδηλώνει άγνωστο ή ζητούμενο μέγεθος (βλ. Λ. Άλγεβρα, μαθηματικά).
* * *(I)και παρατεταμένο αά, άα, ααά, άαα (Α ἆ)επιφώνημα που εκφράζει έντονη συναισθηματική κατάσταση.————————(II)και άι (προτρεπτικό μόριο)πήγαινε.[ΕΤΥΜΟΛ. Το α < άι < αε < ἀγε (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό μόριο)].————————ἁ (Α)δωρ. τύπος τού άρθρου ἡ (βλέπε ὁ).————————ἅ (Α)δωρ. τύπος τής αναφ. αντωνυμίας ἡ (βλ. ὁ, αντων.).
Dictionary of Greek. 2013.